- γόνῳ
- γόνοςthat which is begottenmasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονῶ — γονάω pres imperat mp 2nd sg γονάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γονάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γονάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γονάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) γονάω imperf ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνωι — γόνῳ , γόνος that which is begotten masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγονώ — ζωγονώ, έω (Α) πάπ. (για δέντρα) θάλλω, είμαι σε ακμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + γονω ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γονώ, τεκνο γονώ] … Dictionary of Greek
αγονώ — ἀγονῶ ( έω) (Α) είμαι άγονος, στείρος, άκαρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γονῶ < γονή] … Dictionary of Greek
δισσογονώ — δισσογονῶ και διττογονῶ ( έω) (Α) γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γονώ < γονος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
κηρογονία — κηρογονία, ἡ (Α) ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γονία (< γονώ < γόνος < γόνος), πρβλ. θεο γονία, κοσμογονία] … Dictionary of Greek
πρεμνογονώ — έω, Α (για τα συκόδεντρα) γονιμοποιώ με αρσενικά δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
ωογονώ — έω, Μ γεννώ αβγά, ωοτοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek